Copyright 2024 - webdesigned by sakosk

Γενικά για την υπόφυση

Η υπόφυση είναι ένας ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στη βάση του εγκέφαλου, εντός του τουρκικού εφιππίου, μιας περιοχής δηλαδή η οποία είναι ακριβώς πάνω από το σφηνοειδή κόλπο.

Πολύ κοντά από την υπόφυση περνούν κάποια κρανιακά νεύρα (αυτά που ελέγχουν την κινητικότητα των οφθαλμών) αλλά και το οπτικό χίασμα, το οποίο είναι σημαντικό για την όραση.

Το πρόσθιο τμήμα της υπόφυσης ονομάζεται αδένο-υπόφυση και το οπίσθιο νεύρο-υπόφυση. Αυτά διαφέρουν τόσο στην εμβρυική προέλευση τους όσο και στην λειτουργικότητα τους. Η αδένο-υπόφυση αιματώνεται μέσω της υποθάλαμο-υποφυσιακής πυλαίας κυκλοφορίας χάρης την οποία διεγερτικές και ανασταλτικές ορμόνες που παράγονται στον υποθάλαμο καταλήγουν στην υπόφυση και ελέγχουν την λειτουργία της.

Η αδένο-υπόφυση παράγει τις ακόλουθες ορμόνες:

• FSH: Ωοθυλάκιοτρόπος ορμόνη.
• LH: Ωχρινοποιός ορμόνη.
• ACTH: Φλοιοτρόπος ορμόνη.
• GH: Αυξητική ορμόνη.
• PRL: Προλακτίνη.
• TSH: Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη.

Από την νεύρο-υπόφυση εκκρίνεται η αντιδιουρητική ορμόνη (ADH) και η ωκυτοκίνη.

Αυξητική ορμόνη (GH)

Η έκκριση της διεγείρεται από την GHRH (Growth Hormone Releasing Hormone) και αναστέλλεται από την σωματοστατίνη, αμφότερες ορμόνες του υποθαλάμου. Η GH επάγει την παραγωγή του IGF-1 (Ινσουλινοειδής αυξητικός παράγοντας 1) και μαζί προωθούν τις αυξητικές λειτουργίες στους ιστούς. Οι κυριότερες παθήσεις που αφορούν την GH είναι η αυξημένη παραγωγή της (π.χ. στην περίπτωση του σωματοτρόφου αδενώματος), η οποία οδηγεί στη μεγαλακρία και η παθολογικά μειωμένη έκκριση της, που οδηγεί σε κοντό ανάστημα (όταν εκδηλωθεί κατά την παιδική ηλικία).

Προλακτίνη (PRL)

Η έκκριση της ρυθμίζεται κυρίως μέσω της ανασταλτικής δράσης που ασκεί η ντοπαμίνη, η οποία παράγεται από τον υποθάλαμο. Η PRL αυξάνεται φυσιολογικά κατά την διάρκεια της κύησης και παίζει σημαντικό ρόλο στην αύξηση του μεγέθους των μαστών και στην παραγωγή γάλακτος μετά τον τοκετό. Η κυριότερη πάθηση που αφορά την PRL είναι η παθολογικά αυξημένη παραγωγή της (υπερπρολακτιναιμία), που μπορεί να οφείλεται σε διάφορες καταστάσεις οι συχνότερες εκ των οποίων είναι η λήψη αντιψυχωσικών φαρμάκων, το προλακτίνωμα (λακτοτρόφο αδένωμα της υπόφυσης) και η πίεση του μίσχου της υπόφυσης.

Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH)

Η έκκριση της ρυθμίζεται μέσω της TRH ορμόνης, που εκκρίνεται από τον υποθάλαμο και διεγείρει την παραγωγή της TSH και μέσω των θυρεοειδικών ορμονών (Τ3 και Τ4), που αναστέλλουν την παραγωγή της. Η TSH δρα στον θυρεοειδή αδένα αυξάνοντας την πρόσληψη ιωδίου, την σύνθεση και απελευθέρωση των θυρεοειδικών ορμονών καθώς και την κυτταρική διαίρεση των θυρεοειδικών κυττάρων (προκαλώντας βρογχοκήλη δηλαδή διόγκωση του θυρεοειδούς σε περίπτωση αύξησης της TSH). Η αυξημένη τιμή TSH υποδηλώνει συνήθως ανεπαρκή παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών (πρωτοπαθής υποθυρεοειδισμός) ενώ χαμηλή τιμή ανευρίσκεται σε περιπτώσεις αυξημένης παραγωγής θυρεοειδικών ορμονών (υπερθυρεοειδισμός) ή υπέρμετρη λήψη δισκίων θυροξίνης (π.χ. Τ4) (θυρεοτοξίκωση).

Φλοιοτρόπος ορμόνη (ACTH)

Η παραγωγή της ρυθμίζεται μέσω της διεγερτικής δράσης που ασκεί η CRH (Corticotrpin Releasing Hormone) του υποθαλάμου και της ανασταλτικής δράσης της κορτιζόλης των επινεφριδίων (αρνητική παλίνδρομη επίδραση). Η ACTH διεγείρει την σύνθεση και έκκριση της κορτιζόλης και των επινεφριδιακών ανδρογόνων. Η έκκριση της παρουσιάζει νυχθήμερο ρυθμό με τις υψηλότερες τιμές ACTH και κορτιζόλης να παρατηρούνται λίγο πριν την πρωινή αφύπνιση που ακολούθως σταδιακά μειώνονται φθάνοντας τις χαμηλότερες το βράδυ κατά τον ύπνο.
Σε στρεσογόνες καταστάσεις η ACTH και η κορτιζόλη αυξάνονται. Οι κυριότερες παθήσεις που αφορούν την ACTH είναι η υπέρμετρη παραγωγή της (συνηθέστερα από κορτικοτρόφο αδένωμα της υπόφυσης = νόσος Cushing) και η ανεπαρκής παραγωγή της (υποφυσιακή ανεπάρκεια) που επιφέρει φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια.

Γοναδοτροφίνες (FSH & LH)

Η έκκριση τους ρυθμίζεται μέσω της διεγερτικής δράσης που ασκεί η ορμόνη GnRH του υποθαλάμου και μέσω της παλίνδρομης ρύθμισης (άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική) που ασκούν τα γοναδικά στεροειδή (τεστοστερόνη και οιστραδιόλη). Η κατά ώσεις έκκριση της GnRH είναι σημαντική για την κατά ώσεις έκκριση της FSH και της LH που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στην έναρξη της εφηβείας, προκαλώντας την ανάπτυξη των γονάδων (όρχεις και ωοθήκες), όσο στη διατήρηση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου και της αναπαραγωγικής λειτουργίας (σπερματογένεση, ωοθυλάκιογένεση, σύνθεση στεροειδών του φύλου).
Πριν την ενήβωση και στα δύο φύλα τα επίπεδα των γοναδοτροφινών είναι χαμηλά. Κατά την αναπαραγωγική ηλικία στις γυναίκες τα επίπεδα κυμαίνονται ανάλογα με την φάση του καταμήνιου κύκλου, παρουσιάζοντας μια εκκριτική αιχμή τόσο η LH όσο και η FSH λίγο πριν την ωορρηξία. Μετά την εμμηνόπαυση τα επίπεδα των γοναδοτροφινών αυξάνονται. Στους άνδρες μετά την ενήβωση τα επίπεδα των γοναδοτροφινών δεν παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις.

Νικόλαος Βάλβης Ενδοκρινολόγος Διαβητολόγος στην περιοχή της Λάρισας.

Βρίσκεστε ΕΔΩ:

f t g m